Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
λῃστάρχης
λῄσταρχος
View word page
λῆρος2
gold ornament

ShortDef

silly talk, nonsense, trumpery
gold ornament

Debugging

Headword:
λῆρος2
Headword (normalized):
λῆρος
Headword (normalized/stripped):
ληρος2
IDX:
52982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52983
Key:

Data

{'content': 'gold ornament'}