Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
λήσμων
View word page
λήρησις
silly talk, trifling

ShortDef

silly talk, trifling

Debugging

Headword:
λήρησις
Headword (normalized):
λήρησις
Headword (normalized/stripped):
ληρησις
IDX:
52980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52981
Key:

Data

{'content': 'silly talk, trifling'}