Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
λησμοσύνη
View word page
λήρημα
silly talk, nonsense

ShortDef

silly talk, nonsense

Debugging

Headword:
λήρημα
Headword (normalized):
λήρημα
Headword (normalized/stripped):
ληρημα
IDX:
52979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52980
Key:

Data

{'content': 'silly talk, nonsense'}