Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
λησμονηθέντες
View word page
ληρέω
to be foolish

ShortDef

to be foolish

Debugging

Headword:
ληρέω
Headword (normalized):
ληρέω
Headword (normalized/stripped):
ληρεω
IDX:
52978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52979
Key:

Data

{'content': 'to be foolish'}