Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
λησίμβροτος
λῆσις
View word page
ληπτός
to be apprehended
ShortDef
to be apprehended
Debugging
Headword:
ληπτός
Headword (normalized):
ληπτός
Headword (normalized/stripped):
ληπτος
IDX:
52977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52978
Key:
Data
{'content': 'to be apprehended'}