Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
ληρωδία
View word page
λήπτης
one who accepts

ShortDef

one who accepts

Debugging

Headword:
λήπτης
Headword (normalized):
λήπτης
Headword (normalized/stripped):
ληπτης
IDX:
52975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52976
Key:

Data

{'content': 'one who accepts'}