Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
ληρώδης
View word page
ληπτέος
to be taken

ShortDef

to be taken

Debugging

Headword:
ληπτέος
Headword (normalized):
ληπτέος
Headword (normalized/stripped):
ληπτεος
IDX:
52974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52975
Key:

Data

{'content': 'to be taken'}