Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληνίς
ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
λῆρος
λῆρος2
ληρωδέω
View word page
ληξίφωτος
waning

ShortDef

waning

Debugging

Headword:
ληξίφωτος
Headword (normalized):
ληξίφωτος
Headword (normalized/stripped):
ληξιφωτος
IDX:
52973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52974
Key:

Data

{'content': 'waning'}