Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληναῖος
Ληναιών
ληνεών
ληνίς
ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
λήρησις
View word page
ληξιπύρετος
allaying fever
ShortDef
allaying fever
Debugging
Headword:
ληξιπύρετος
Headword (normalized):
ληξιπύρετος
Headword (normalized/stripped):
ληξιπυρετος
IDX:
52970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52971
Key:
Data
{'content': 'allaying fever'}