Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λήναιον
ληναῖος
Ληναιών
ληνεών
ληνίς
ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
λήρημα
View word page
ληξιαρχικός
belonging to the ληξίαρχος

ShortDef

belonging to the ληξίαρχος

Debugging

Headword:
ληξιαρχικός
Headword (normalized):
ληξιαρχικός
Headword (normalized/stripped):
ληξιαρχικος
IDX:
52969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52970
Key:

Data

{'content': 'belonging to the ληξίαρχος'}