Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ληναϊκός
Λήναιον
ληναῖος
Ληναιών
ληνεών
ληνίς
ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
ληρέω
View word page
λῆνος
wool

ShortDef

wool

Debugging

Headword:
λῆνος
Headword (normalized):
λῆνος
Headword (normalized/stripped):
ληνος
IDX:
52968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52969
Key:

Data

{'content': 'wool'}