Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ληναΐζω
Ληναϊκός
Λήναιον
ληναῖος
Ληναιών
ληνεών
ληνίς
ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
ληπτός
View word page
ληνός
vat, trough

ShortDef

vat, trough

Debugging

Headword:
ληνός
Headword (normalized):
ληνός
Headword (normalized/stripped):
ληνος
IDX:
52967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52968
Key:

Data

{'content': 'vat, trough'}