Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λήναια
Ληναΐζω
Ληναϊκός
Λήναιον
ληναῖος
Ληναιών
ληνεών
ληνίς
ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
λήπτης
ληπτικός
View word page
ληνόπιθος
vat

ShortDef

vat

Debugging

Headword:
ληνόπιθος
Headword (normalized):
ληνόπιθος
Headword (normalized/stripped):
ληνοπιθος
IDX:
52966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52967
Key:

Data

{'content': 'vat'}