Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ληναγέτας
Λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
Ληναϊκός
Λήναιον
ληναῖος
Ληναιών
ληνεών
ληνίς
ληνοβάτης
ληνοπατέω
ληνόπιθος
ληνός
λῆνος
ληξιαρχικός
ληξιπύρετος
λῆξις
λῆξις2
ληξίφωτος
ληπτέος
View word page
ληνοβάτης
one who treads the wine-vat
ShortDef
one who treads the wine-vat
Debugging
Headword:
ληνοβάτης
Headword (normalized):
ληνοβάτης
Headword (normalized/stripped):
ληνοβατης
IDX:
52964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52965
Key:
Data
{'content': 'one who treads the wine-vat'}