Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
λημότης
λημψαπόδοσις
λημώδης
λήμωσις
Ληναγέτας
Λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
Ληναϊκός
Λήναιον
ληναῖος
Ληναιών
ληνεών
View word page
λημώδης
full of rheum

ShortDef

full of rheum

Debugging

Headword:
λημώδης
Headword (normalized):
λημώδης
Headword (normalized/stripped):
λημωδης
IDX:
52952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52953
Key:

Data

{'content': 'full of rheum'}