Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
λημότης
λημψαπόδοσις
λημώδης
λήμωσις
Ληναγέτας
Λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
Ληναϊκός
Λήναιον
ληναῖος
View word page
λημότης
soreness of eyes
ShortDef
soreness of eyes
Debugging
Headword:
λημότης
Headword (normalized):
λημότης
Headword (normalized/stripped):
λημοτης
IDX:
52950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52951
Key:
Data
{'content': 'soreness of eyes'}