Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
λημότης
λημψαπόδοσις
λημώδης
λήμωσις
Ληναγέτας
Λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
Ληναϊκός
View word page
Λημνόθεν
from Lemnos
ShortDef
from Lemnos
Debugging
Headword:
Λημνόθεν
Headword (normalized):
λημνόθεν
Headword (normalized/stripped):
λημνοθεν
IDX:
52948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52949
Key:
Data
{'content': 'from Lemnos'}