Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
λημότης
λημψαπόδοσις
λημώδης
λήμωσις
Ληναγέτας
Λῆναι
Λήναια
Ληναΐζω
View word page
λημνίσκος
a woollen fillet
ShortDef
a woollen fillet
Debugging
Headword:
λημνίσκος
Headword (normalized):
λημνίσκος
Headword (normalized/stripped):
λημνισκος
IDX:
52947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52948
Key:
Data
{'content': 'a woollen fillet'}