Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
λημότης
λημψαπόδοσις
View word page
λημματίζω
place to credit
ShortDef
place to credit
Debugging
Headword:
λημματίζω
Headword (normalized):
λημματίζω
Headword (normalized/stripped):
λημματιζω
IDX:
52941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52942
Key:
Data
{'content': 'place to credit'}