Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
Λήμνιος
λημνίσκος
Λημνόθεν
Λῆμνος
View word page
λημηρός
misty
ShortDef
misty
Debugging
Headword:
λημηρός
Headword (normalized):
λημηρός
Headword (normalized/stripped):
λημηρος
IDX:
52939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52940
Key:
Data
{'content': 'misty'}