Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
Λήμνιος
View word page
ληματιάω
to be high-spirited, resolute
ShortDef
to be high-spirited, resolute
Debugging
Headword:
ληματιάω
Headword (normalized):
ληματιάω
Headword (normalized/stripped):
ληματιαω
IDX:
52936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52937
Key:
Data
{'content': 'to be high-spirited, resolute'}