Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
λημματιστής
Λημνιάς
Λημνιασταί
View word page
ληματίας
high-spirited

ShortDef

high-spirited

Debugging

Headword:
ληματίας
Headword (normalized):
ληματίας
Headword (normalized/stripped):
ληματιας
IDX:
52935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52936
Key:

Data

{'content': 'high-spirited'}