Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
λημματικός
View word page
Λήλαντον
the Lelantine plain

ShortDef

the Lelantine plain

Debugging

Headword:
Λήλαντον
Headword (normalized):
λήλαντον
Headword (normalized/stripped):
ληλαντον
IDX:
52932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52933
Key:

Data

{'content': 'the Lelantine plain'}