Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
λημματίζω
View word page
ληκώ
penis

ShortDef

penis

Debugging

Headword:
ληκώ
Headword (normalized):
ληκώ
Headword (normalized/stripped):
ληκω
IDX:
52931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52932
Key:

Data

{'content': 'penis'}