Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
λῆμμα
View word page
ληκυθοφόρος
carrying an oil-flask

ShortDef

carrying an oil-flask

Debugging

Headword:
ληκυθοφόρος
Headword (normalized):
ληκυθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ληκυθοφορος
IDX:
52930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52931
Key:

Data

{'content': 'carrying an oil-flask'}