Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
ληματίας
ληματιάω
λημάω
λήμη
λημηρός
View word page
ληκυθουργός
making oil-flasks

ShortDef

making oil-flasks

Debugging

Headword:
ληκυθουργός
Headword (normalized):
ληκυθουργός
Headword (normalized/stripped):
ληκυθουργος
IDX:
52929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52930
Key:

Data

{'content': 'making oil-flasks'}