Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
λῆμα
λημαλέος
View word page
ληκυθισμός
hollow, affected speaking
ShortDef
hollow, affected speaking
Debugging
Headword:
ληκυθισμός
Headword (normalized):
ληκυθισμός
Headword (normalized/stripped):
ληκυθισμος
IDX:
52924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52925
Key:
Data
{'content': 'hollow, affected speaking'}