Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
Λήλαντον
View word page
ληκυθίζω
to adorn rhetorically, amplify

ShortDef

to adorn rhetorically, amplify

Debugging

Headword:
ληκυθίζω
Headword (normalized):
ληκυθίζω
Headword (normalized/stripped):
ληκυθιζω
IDX:
52922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52923
Key:

Data

{'content': 'to adorn rhetorically, amplify'}