Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληῖτις
λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
ληκώ
View word page
ληκτικός
causing to cease
ShortDef
causing to cease
Debugging
Headword:
ληκτικός
Headword (normalized):
ληκτικός
Headword (normalized/stripped):
ληκτικος
IDX:
52921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52922
Key:
Data
{'content': 'causing to cease'}