Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
ληκυθοφόρος
View word page
ληκτήριος
extreme
ShortDef
extreme
Debugging
Headword:
ληκτήριος
Headword (normalized):
ληκτήριος
Headword (normalized/stripped):
ληκτηριος
IDX:
52920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52921
Key:
Data
{'content': 'extreme'}