Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
λήκυθος
ληκυθουργός
View word page
ληκτέον
one must lay claim to

ShortDef

one must lay claim to

Debugging

Headword:
ληκτέον
Headword (normalized):
ληκτέον
Headword (normalized/stripped):
ληκτεον
IDX:
52919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52920
Key:

Data

{'content': 'one must lay claim to'}