Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληϊστήρ
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
ληκτικός
ληκυθίζω
ληκύθιον
ληκυθισμός
ληκυθιστής
ληκυθοποιός
ληκυθοπώλης
View word page
ληκητής
bawler
ShortDef
bawler
Debugging
Headword:
ληκητής
Headword (normalized):
ληκητής
Headword (normalized/stripped):
ληκητης
IDX:
52917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52918
Key:
Data
{'content': 'bawler'}