Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον
λήϊον2
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
ληκτήριος
View word page
ληΐστωρ
plundering
ShortDef
plundering
Debugging
Headword:
ληΐστωρ
Headword (normalized):
ληΐστωρ
Headword (normalized/stripped):
ληιστωρ
IDX:
52910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52911
Key:
Data
{'content': 'plundering'}