Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον
λήϊον2
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
ληκητής
ληκίνδα
ληκτέον
View word page
ληϊστύς
plundering

ShortDef

plundering

Debugging

Headword:
ληϊστύς
Headword (normalized):
ληϊστύς
Headword (normalized/stripped):
ληιστυς
IDX:
52909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52910
Key:

Data

{'content': 'plundering'}