Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληθώδης
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον
λήϊον2
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστός
ληϊστύς
ληΐστωρ
ληῖτις
λήϊτον
Λήϊτος
ληκάω
ληκέω
λήκημα
View word page
ληΐς
booty, spoil
ShortDef
booty, spoil
Debugging
Headword:
ληΐς
Headword (normalized):
ληΐς
Headword (normalized/stripped):
ληις
IDX:
52906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52907
Key:
Data
{'content': 'booty, spoil'}