Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγκύλωμα
ἀγκύλωσις
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκύρισμα
ἀγκυρίτης
ἀγκυροβολέω
ἀγκυροβόλιον
ἀγκυροειδής
ἀγκυρομήλη
ἀγκυρουχία
ἀγκυρωτός
ἀγκών
ἀγκωνίζω
ἀγκώνιον
ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
View word page
ἀγκυροειδής
anchor-shaped
ShortDef
anchor-shaped
Debugging
Headword:
ἀγκυροειδής
Headword (normalized):
ἀγκυροειδής
Headword (normalized/stripped):
αγκυροειδης
IDX:
528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-529
Key:
Data
{'content': 'anchor-shaped'}