Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
λήθη
λήθιος
ληθομέριμνος
λῆθος
Λῆθος
ληθώδης
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον
λήϊον2
ληΐς
ληϊστήρ
ληϊστός
View word page
ληϊβότειρα
cropeating, crop-destroying
ShortDef
cropeating, crop-destroying
Debugging
Headword:
ληϊβότειρα
Headword (normalized):
ληϊβότειρα
Headword (normalized/stripped):
ληιβοτειρα
IDX:
52898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52899
Key:
Data
{'content': 'cropeating, crop-destroying'}