Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληθαργία
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
λήθη
λήθιος
ληθομέριμνος
λῆθος
Λῆθος
ληθώδης
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον
λήϊον2
ληΐς
ληϊστήρ
View word page
ληϊάς
taken prisoner, captive

ShortDef

taken prisoner, captive

Debugging

Headword:
ληϊάς
Headword (normalized):
ληϊάς
Headword (normalized/stripped):
ληιας
IDX:
52897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52898
Key:

Data

{'content': 'taken prisoner, captive'}