Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ληθαργέω
ληθαργία
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
λήθη
λήθιος
ληθομέριμνος
λῆθος
Λῆθος
ληθώδης
ληϊάς
ληϊβότειρα
ληϊβοτήρ
ληΐδιος
ληΐζομαι
ληΐνη
ληϊνόμος
λήϊον
λήϊον2
ληΐς
View word page
ληθώδης
lethargic

ShortDef

lethargic

Debugging

Headword:
ληθώδης
Headword (normalized):
ληθώδης
Headword (normalized/stripped):
ληθωδης
IDX:
52896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52897
Key:

Data

{'content': 'lethargic'}