Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λήδα
λήδανον
ληδάριον
λῆδον
λῆδος
Ληθαῖος
λήθαιος
ληθάνω
ληθαργέω
ληθαργία
ληθαργικός
λήθαργος
ληθεδανός
λήθη
λήθιος
ληθομέριμνος
λῆθος
Λῆθος
ληθώδης
ληϊάς
ληϊβότειρα
View word page
ληθαργικός
drowsy

ShortDef

drowsy

Debugging

Headword:
ληθαργικός
Headword (normalized):
ληθαργικός
Headword (normalized/stripped):
ληθαργικος
IDX:
52888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52889
Key:

Data

{'content': 'drowsy'}