Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίσκωμοι
ἀμφισπάω
ἀμφίσπορα
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστένω
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφιστεφής
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
Ἀμφιστρεύς
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιστροφή
ἀμφίστροφος
ἀμφίσφαιρα
ἀμφισφάλλω
ἀμφίσφαλσις
ἀμφίσφυρα
ἀμφιταλαντεύω
View word page
ἀμφιστρατάομαι
to beleaguer, besiege

ShortDef

to beleaguer, besiege

Debugging

Headword:
ἀμφιστρατάομαι
Headword (normalized):
ἀμφιστρατάομαι
Headword (normalized/stripped):
αμφιστραταομαι
IDX:
5285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5286
Key:

Data

{'content': 'to beleaguer, besiege'}