Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχήρης
λέχομαι
λέχος
λέχοσδε
λέχριος
λέχρις
λεχώ
λεχώϊος
λεχωΐς
Λεωγόρας
λεώδης
λεώδης2
Λεωκόρειον
Λεωκράτης
View word page
λέχοσδε
to bed
ShortDef
to bed
Debugging
Headword:
λέχοσδε
Headword (normalized):
λέχοσδε
Headword (normalized/stripped):
λεχοσδε
IDX:
52851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52852
Key:
Data
{'content': 'to bed'}