Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχήρης
λέχομαι
λέχος
λέχοσδε
λέχριος
λέχρις
λεχώ
λεχώϊος
λεχωΐς
Λεωγόρας
λεώδης
λεώδης2
View word page
λέχομαι
lie down
ShortDef
lie down
Debugging
Headword:
λέχομαι
Headword (normalized):
λέχομαι
Headword (normalized/stripped):
λεχομαι
IDX:
52849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52850
Key:
Data
{'content': 'lie down'}