Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφίσκιος
ἀμφίσκωμοι
ἀμφισπάω
ἀμφίσπορα
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστένω
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφιστεφής
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
Ἀμφιστρεύς
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιστροφή
ἀμφίστροφος
ἀμφίσφαιρα
ἀμφισφάλλω
ἀμφίσφαλσις
ἀμφίσφυρα
View word page
ἀμφίστομος
with double mouth

ShortDef

with double mouth

Debugging

Headword:
ἀμφίστομος
Headword (normalized):
ἀμφίστομος
Headword (normalized/stripped):
αμφιστομος
IDX:
5284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5285
Key:

Data

{'content': 'with double mouth'}