Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχήρης
λέχομαι
λέχος
λέχοσδε
λέχριος
λέχρις
λεχώ
View word page
λεύω
to stone

ShortDef

to stone

Debugging

Headword:
λεύω
Headword (normalized):
λεύω
Headword (normalized/stripped):
λευω
IDX:
52844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52845
Key:

Data

{'content': 'to stone'}