Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχήρης
λέχομαι
λέχος
λέχοσδε
λέχριος
λέχρις
View word page
λευχείμων
clad in white
ShortDef
clad in white
Debugging
Headword:
λευχείμων
Headword (normalized):
λευχείμων
Headword (normalized/stripped):
λευχειμων
IDX:
52843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52844
Key:
Data
{'content': 'clad in white'}