Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχήρης
λέχομαι
λέχος
λέχοσδε
λέχριος
View word page
λευχειμονέω
to be clad in white

ShortDef

to be clad in white

Debugging

Headword:
λευχειμονέω
Headword (normalized):
λευχειμονέω
Headword (normalized/stripped):
λευχειμονεω
IDX:
52842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52843
Key:

Data

{'content': 'to be clad in white'}