Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχήρης
λέχομαι
λέχος
View word page
λευστήρ
one who stones, a stoner

ShortDef

one who stones, a stoner

Debugging

Headword:
λευστήρ
Headword (normalized):
λευστήρ
Headword (normalized/stripped):
λευστηρ
IDX:
52840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52841
Key:

Data

{'content': 'one who stones, a stoner'}