Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λεύκωμα
λευκωματίζομαι
λευκωματικός
λευκωματώδης
Λεύκων
λευκωπίας
λευκωτής
λευρός
λεύσιμος
λευσμός
λεύσσω
λευστήρ
Λευτυχίδης
λευχειμονέω
λευχείμων
λεύω
Λέχαιον
λεχαῖος
λεχεποίη
λεχήρης
λέχομαι
View word page
λεύσσω
to look

ShortDef

to look

Debugging

Headword:
λεύσσω
Headword (normalized):
λεύσσω
Headword (normalized/stripped):
λευσσω
IDX:
52839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-52840
Key:

Data

{'content': 'to look'}