Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμφισκέπαρνος
ἀμφίσκιος
ἀμφίσκωμοι
ἀμφισπάω
ἀμφίσπορα
ἀμφιστέλλομαι
ἀμφιστένω
ἀμφίστερνος
ἀμφιστεφανόομαι
ἀμφιστεφής
ἀμφίστημι
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
Ἀμφιστρεύς
ἀμφιστρεφής
ἀμφιστρόγγυλος
ἀμφιστροφή
ἀμφίστροφος
ἀμφίσφαιρα
ἀμφισφάλλω
ἀμφίσφαλσις
View word page
ἀμφίστημι
to place round

ShortDef

to place round

Debugging

Headword:
ἀμφίστημι
Headword (normalized):
ἀμφίστημι
Headword (normalized/stripped):
αμφιστημι
IDX:
5283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5284
Key:

Data

{'content': 'to place round'}